παλιοκόριτσο

παλιοκόριτσο
το
1. κορίτσι κακής διαγωγής, άσεμνου ήθους: Μπλέχτηκε με αλήτες και έγινε παλιοκόριτσο.
2. επιτιμητική απλώς λέξη: Έκαψες το φαγητό, παλιοκόριτσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιοκόριτσο — το κορίτσι κακής ανατροφής ή επιλήψιμων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κορίτσι] …   Dictionary of Greek

  • γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιοθήλυκο — το παλιοκόριτσο, βρομοθήλυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι (ο) (βλ. λ. παλαιο ) + θηλυκό] …   Dictionary of Greek

  • παλιοθήλυκο — το βλ. παλιογυναίκα και παλιοκόριτσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”